- κρέκα
- κρέξcorn-crakefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
κρεξ — κρέξ, εκός, ἡ (Α) 1. μτφ. αλαζόνας 2. τρίχα («πορφυρέην ἤμησε κρέκα», Ευστ.) 3. μεταναστευτικό νυκτόβιο σαρκοφάγο πτηνό που μοιάζει με το ορτύκι («τούτους δ ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῑς ῥύγχεσιν», Αριστοφ.) φρ. «δυσάρπαγος κρέξ» ως χαρακτηρισμός της… … Dictionary of Greek
Ηνίοχοι — Αρχαίος σαρματικός λαός που κατοικούσε στη βόρεια παραλία του Ευξείνου, στην Ηνιοχία. Σύμφωνα με την παράδοση, κατάγονταν από τους Αργοναύτες αδελφούς Κρέκα και Αμφίστρατο, ηνίοχους των Διοσκούρων, που έμειναν στην Κολχίδα και ζούσαν από την… … Dictionary of Greek